- κερατοειδές
- κερατοειδήςlike hornmasc/fem voc sgκερατοειδήςlike hornneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
βουλκανισμός — Μέθοδος κατεργασίας του καουτσούκ για τη βελτίωση των φυσικών και μηχανικών ιδιοτήτων του. Ο συνηθισμένος β. γίνεται με προσθήκη θείου 8 10% σε ακατέργαστο καουτσούκ και διακρίνεται σε θερμό β. (μείγμα καουτσούκ και Θείου θερμαίνονται για 3 4… … Dictionary of Greek
κέρας — Οστεοειδής έκφυση στο κεφάλι διαφόρων θηλαστικών. Βλ. λ. κέρατα.(Γεωλ.) Κομμάτι του στερεού φλοιού του εδάφους, το οποίο απέμεινε ως προεξοχή όταν τα γύρω κομμάτια καταβυθίστηκαν. Τυπικό παράδειγμα γεωλογικού κ. είναι ο Ακροκόρινθος. Αν μόνο μία… … Dictionary of Greek
κερατοειδής — ές (ΑΜ κερατοειδής, ές) 1. αυτός που έχει σχήμα κέρατος, αυτός που μοιάζει με το κέρατο ως προς το σχήμα («α. κερατοειδεῑς γωνίαι» β. «το κερατοειδὲς τῆς σελήνης») 2. φρ. ανατ. «κερατοειδής χιτώνας» ή «κερατοειδής υμένας» ο εμπρόσθιος εξώτατος… … Dictionary of Greek
κερατοποιώ — κερατοποιῶ, έω (Α) [κερατοποιός] κάνω κάτι κερατοειδές, δίνω σε κάτι το σχήμα και τη σκληρότητα τού κέρατος … Dictionary of Greek
κερώ — (I) κερῶ, άω (Α) (επικ. τ. τού κεράννυμι) αναμιγνύω, αραιώνω το κρασί με νερό. (II) κερῶ, άω (Α) [κέρας] καθιστώ κάτι κερατοειδές 2. παίρνω θέση στο κέρας στρατού («ἐδόθη παράγγελμα... τοῑς δ εὐζώνοις κερᾱν», Πολ.) … Dictionary of Greek
κορνικουλάριος — και κορνιουκλάριος, ὁ (Α) 1. στρατιώτης που έλαβε ως βραβείο ένα κερατοειδές κόσμημα τού κράνους και προήχθη σε ανώτερη τάξη 2. πάρεδρος, βοηθός, γραμματέας. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. cornicularius (< corniculum, υποκορ. τού cornu «κέρας»)] … Dictionary of Greek
περικερώ — άω, Α (για στρατό) περικυκλώνω κέρας εχθρικού στρατού. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + κερῶ «δίνω σε κάτι σχήμα κερατοειδές» (< κέρας)] … Dictionary of Greek
υάδη — (hyade). Γένος μαλακόστρακων δεκάποδων του αθροίσματος των βραχυούρων της οικογένειας των Μαγιιδών, το οποίο αριθμεί διάφορα είδη που βρίσκονται σε όλες σχεδόν τις θάλασσες της γης. Από τα πιο γνωστά είδη είναι η υ. η αραχνοειδής (hyade araneus) … Dictionary of Greek